- ενύπαρξη
- η (Α ἐνύπαρξις)η ύπαρξη ενός πράγματος μέσα σε κάποιο τόπο ή σώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… … Dictionary of Greek